Ἀκαρνᾶνα

Ἀκαρνᾶνα
Ἀκαρνάν
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατομιστής — ο (θηλ. στρια, η) ο ατομικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άτομο. Η λ. στον πληθ., με διάφορο όμως τονισμό, ατομίσται, οι, μαρτυρείται στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • δεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού») 2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως 3. (ψυχολ.) «κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • επιβράδυνση — η 1. ελάττωση τής ταχύτητας, τού ρυθμού 2. (για χρόνο) χρονική καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβράδυνσις μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • ολισθηρότητα — η το να είναι κάτι ολισθηρό, γλιστεράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολισθηρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν …   Dictionary of Greek

  • πνευματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πνευματολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα] …   Dictionary of Greek

  • πραγματικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού πραγματικού 2. πραγματική υπόσταση ή κατάσταση («στην πραγματικότητα δεν έγινε έτσι») 3. (φιλοσ.) η ολότητα όσων υπάρχουν πραγματικά, ο αντικειμενικός κόσμος, το πραγματικά δεδομένο, σε αντιδιαστολή προς το φανταστικό, το… …   Dictionary of Greek

  • προάσπιση — η, Ν 1. υπεράσπιση, προφύλαξη («η προάσπιση τής ατομικής ελευθερίας») 2. φυσ. χημ. η προστασία που ασκούν τα ηλεκτρόνια τών ενδιάμεσων στιβάδων ενός ατόμου στα ηλεκτρόνια τής εξώτατης στιβάδας του από τη δράση τού ηλεκτρικού φορτίου τού πυρήνα,… …   Dictionary of Greek

  • υλιστής — ο, θηλ. υλίστρια, Ν 1. οπαδός τού υλισμού, ματεριαλιστής 2. αυτός που φροντίζει για τα υλικά του συμφέροντα 3. ο έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑλισταί, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ.… …   Dictionary of Greek

  • φυσικομαθηματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει στη φυσική και στη μαθηματική επιστήμη ταυτόχρονα 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυσικομαθηματικός επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσική και στα μαθηματικά 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυσικομαθηματικά οι φυσικές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”